τουφωτός — ή, ό, Ν αυτός που έχει τούφες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τούφα + κατάλ. ωτός (πρβλ. γραμμ ωτός)] … Dictionary of Greek
τουφωτός — ή, ό αυτός που έχει τούφες, θυσανωτός: Τουφωτή περικεφαλαία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)